- ἀξιωματική
- ἀξιωματικόςdignifiedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου … Dictionary of Greek
αξιωματικός — ή, ό (AM ἀξιωματικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ αυτά 2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών νεοελλ. Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
εδά — (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).Πολιτικό κόμμα της μετεμφυλιακής περιόδου. Συγκροτήθηκε το 1951 από μέλη και στελέχη της εαμικής Αριστεράς (με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ) και αναδείχθηκε γρήγορα τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Κατά τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Μακ Φάντεν, Ντάνιελ — (Daniel McFadden, Βόρεια Καρολίνα 1937 –). Αμερικανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη σχολή φυσικής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, έχοντας στο ενεργητικό του την κατασκευή ενός τηλεσκοπίου ακτίνων Χ. Συνέχισε για… … Dictionary of Greek
Μπουρμπακί — (Bourbaki). Συλλογικό ψευδώνυμο μιας ομάδας Γάλλων μαθηματικών, παλιών σπουδαστών της Ecole Normale Superieure του Παρισιού, μεταξύ των οποίων οι Καρτάν, Σεβαλιέ, Ντιεντονέ, Ερεσμάν, Βάιλ. Σκοπός των μπουρμπακιστών είναι να δώσουν μια ενιαία… … Dictionary of Greek